- ῥώκομαι
- ῥώκομαιGrammatical information: v.Meaning: ὀργίζομαι, λυποῦμαι H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Perh. to ῥωχω, s.v.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
ρώκομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «ὀργίζομαι, λυποῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με το ρ. ῥώχω*] … Dictionary of Greek